- ἐνδελέχιζε
- ἐνδελεχίζωperseverepres imperat act 2nd sgἐνδελεχίζωpersevereimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδελεχίζω — ἐνδελεχίζω (AM) 1. επιμένω («ἐνδελεχίζω ἐν φιλοσοφίᾳ») 2. συναναστρέφομαι («μετὰ γυναικῶν καὶ μάλιστα ἀσέμνων οὐκ ἐνδελέχιζε») … Dictionary of Greek